χιονοδρόμος

χιονοδρόμος
ο, η, Ν
αθλητής που ασκεί το άθλημα τής χιονοδρομίας ή άτομο που μετακινείται πάνω στο χιόνι χρησιμοποιώντας τα ειδικά χιονοπέδιλα, κν. σκιέρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνο-δρόμος, ποδηλατο-δρόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χιονοδρόμος — ο αυτός που κάνει χιονοδρομίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιέρ — ο, η, Ν άκλ. αθλητής τού σκι, χιονοδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. skieur (βλ. λ. σκι)] …   Dictionary of Greek

  • χιονοδρομία — Άθλημα. Bλ. λ. σκι. * * * η, Ν (αθλ.) ψυχαγωγική ασχολία, άθλημα και μέθοδος μετακίνησης που αξιοποιούν την κίνηση πάνω στο χιόνι με τη χρήση ζεύγους επίπεδων επιμηκών πεδίλων, τών χιονοπεδίλων, τα οποία συνδέονται στα υποδήματα τού χιονοδρόμου,… …   Dictionary of Greek

  • χιονοδρομικός — ή, ό, Ν [χιονοδρόμος ή χιονοδρομία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χιονοδρομία ή στον χιονόδρομο («χιονοδρομικό κέντρο») …   Dictionary of Greek

  • χιονοδρόμιο — το, Ν [χιονοδρόμος] χώρος κατάλληλος για χιονοδρομίες, πίστα χιονοδρομιών, χιονοδρομικό κέντρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”